ἑτερομέρεια
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ἡ, inclination to one side, Suid., Phot.s.v. κατὰ πρόσκλισιν.
German (Pape)
[Seite 1049] Neigung nach der einen Seite hin, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερομέρεια: ἡ, κλίσις, ῥοπὴ πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. κατὰ πρόσκλησιν.
Greek Monolingual
η (Α ἑτερομέρεια) ετερομερής
η κλίση, η ροπή προς το ένα μέρος
νεοελλ.
η συγκρότηση από ανόμοια μέρη, η ανομοιομέρεια, η ανομοιομορφία.