ὀλετήρ

Revision as of 14:48, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A destroyer, murderer, Il.18.114, Alcm.43, Nic.Th. 735, etc. :—fem. ὀλέτειρα, Batr.117, Euph.3, AP11.424 (Piso).

German (Pape)

[Seite 319] ῆρος, ὁ, der Verderber, Mörder; Il. 18, 114; sp. D., Antp. Sid. 18 (VI, 115), Ep. ad. 361 (IX, 686); Nonn.; die Form ὀλητήρ bei Hesych. ist schwerlich richtig.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλετήρ: -ῆρος, ὁ, (√ΟΛ, ὄλλυμι), ὁ καταστροφεύς, φονεύς, Ἰλ. Σ. 114, Ἀλκμὰν 27, Νικ. Θηρ. 735, κτλ.· - θηλ. ὀλέτειρα, Βαβρ. 117, Ἀνθ. Π. 11. 424.

French (Bailly abrégé)

-ῆρος;
adj. m.
destructeur, meurtrier.
Étymologie: ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

ῆρος: destroyer, Il. 18.114†.

Greek Monotonic

ὀλετήρ: -ῆρος, ὁ (ὄλλυμι), καταστροφέας, φονιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· θηλ. ὀλέτειρα, σε Βάβρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλετήρ: -ῆρος ὁ (по)губитель, убийца (φίλης κεφαλῆς Hom.).