καινοφραδής

Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu ersonnen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοφρᾰδής: -ές, κατὰ καινὸν τρόπον ἐκπεφρασμένος, Εὐστ· Πονήματ. 56. 1.

Greek Monolingual

καινοφραδής, -ές (Μ)
ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο φράδος, το), πρβλ. θεο-φραδής ολιγο-φραδής.