γρυνός

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

ὁ,

   A fagot, firebrand, Hom.Fr.18, Lyc.86,294.

German (Pape)

[Seite 507] ὁ, u. nach VLL. auch γρουνός, dürres Holz, Fackel, Lycophr. 294. 1362.

Greek (Liddell-Scott)

γρῡνός: ὁ, ξηρὸν ξύλον, κορμός, δαυλός, Λυκ. 86, 294· ὡσαύτως γρουνός.

Spanish (DGE)

(γρῡνός) -οῦ, ὁ

• Grafía: graf. γρουνός EM 241.55G.
tea, tizón γρυνοὶ μὲν δαίοντο, μέγας δ' Ἥφαιστος ἀνέστη Hom.Fr.27, cf. Lyc.86, 294, 1362, Tz.AH 41, EM l.c.
ramaje seco Hdn.Gr.2.938.

Greek Monolingual

γρυνός και γρουνός, ο (Α)
ξερό ξύλο, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE greus- «καίω, σιγοκαίω»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: dry wood, torch (Hom. Fr. 18, Lyc. 86, 294).
Other forms: γρουνός m. (v.l. and Call. Fr. anon. 84)
Derivatives: γρύνη λιβανωτός (Theognost. Kan. 108). Cf. the PlN Γρύνειον, Γρῦνοι (Aeolis), Fick BB 23, 22 u. 213.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.