(I)ἔνεδρος, ο (AM)μσν.ο ενεδρευτήςαρχ.αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).(II)ἔνεδρος, -α, -ον (Α)αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.