άκουρος

Revision as of 12:37, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Greek Monolingual

(I)
ἄκουρος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοῦρος «αγόρι»].
(II)
–ο, (Α ἄκουρος, -ον) κουρά
ακούρευτος, αξύριστος
νεοελλ.
1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε ηλικία
2. (γι’ αυτόν που πρόκειται να «καρῇ μοναχὸς») αυτός που δεν πήρε ακόμη το μοναχικό σχήμα με την τελετή της κουράς.