γαλέα

Revision as of 12:48, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
η (Μ γαλέα)
μικρό πολεμικό πλοίο με πανιά και κουπιά που το χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός στόλος ως ανιχνευτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (κάτω ιταλ.) galea].
(II)
η
βλ. γαλιά.