βυζαντινός

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ο κάτοικος του Βυζαντίου
2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο
3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο
(«βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.»)
4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό
α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου
β) διακοσμητικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής
γ) κυκλικό κόσμημα σε θυρεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βυζάντιον. Επίθετο του τοπωνυμίου Βυζάντιο που πλάστηκε σε νεώτερους χρόνους (μαρτυρείται από το 1807) στον Αδαμάντιο Κοραή). Ο οξυτονούμενος τ. βυζαντινός σχηματίστηκε κατά τα πολλά επίθετα σε -ινός, τα δηλωτικά τύπου και χρόνου (Πάτρα-Πατρινός, Άρτα-Αρτινός, χθες-χθεσινός, πέρυσι-περυσινός κ.τ.ό.) και είναι νεώτερος. Αρχαίος είναι ο προπερισπώμενος τύπος βυζαντίνος (< Βύζας, Βύζαντ-ος
πρβλ. και Ακραγαντίνος < Ακράγας, Ταραντίνος < Τάρας κ.λπ.), ο οποίος όμως δεν επικράτησε, όπως και ο τ. Βυζαντηνός (πρβλ. Κυζικηνός, Περγαμηνός κ.λπ. που επίσης προτάθηκε. Παράλληλος τ. επιθέτου για το Βυζάντιο, αρχαίος κι αυτός, είναι ο τ. Βυζαντιακός].