(I)(-άω) (AM ἐνορμῶ) ορμώορμώ μέσα, εισορμώ.(II)(-έω) (AM ἐνορμῶ)είμαι αραγμένος σε λιμάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ορμώ «είμαι αγκυροβολημένος» (για πλοίο) < όρμος].