(I)εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».(II)εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.