ευκρασία

From LSJ

πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) εύκρατος
1. η γλυκύτητα του καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα του κλίματος («ἐν ταῖς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)
2. (για πρόσ.) η καλή κράση του οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασίαεὐκρασία τοῦ σώματος», Αριστοτ.)
αρχ.
η καλή ανάμιξηεὐκρασία τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).