ευκρασία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) εύκρατος
1. η γλυκύτητα του καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα του κλίματος («ἐν ταῖς εὐκρασίαις» — στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.)
2. (για πρόσ.) η καλή κράση του οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασίαεὐκρασία τοῦ σώματος», Αριστοτ.)
αρχ.
η καλή ανάμιξηεὐκρασία τῶν ποτῶν», Κλήμ. Αλ.).