(I)
κωφῶ, -άω (Α) κωφός
1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾱσαν ἰωήν», Οππ.)
2. κολοβώνω κάποιον
3. παθ. κωφῶμαι, -άομαι
αποβλακώνομαι.
(II)
κωφῶ -έω (Α) κωφός
πιθ. κολοβώνω κάποιον.
(III)
κωφῶ, -όω (AM)
βλ. κωφώνω.