άργεμα

Revision as of 14:16, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Greek Monolingual

(I)
το (Α ἄργεμα)
αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].
(II)
το αργεύω
1. η αργοπορία
2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.