(I)το (Α ἄργεμα)αρρώστια των ματιών, λεύκωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άργεμο].(II)το αργεύω1. η αργοπορία2. η ποινή αργίας που επιβάλλεται σε κληρικό.