βαθύνοος

Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, contr. βαθύ-νους, ουν,

   A of deep mind, Νέστωρ [Arist.] Pepl.9.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύνοος: συνῃρ. -νους, ουν, ἔχων βαθὺν νοῦν, Ἀριστ. ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 9. 23 (Ἀποσπ. 13 Bgk.).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
à l’esprit profond.
Étymologie: βαθύς, νόος.

Greek Monotonic

βᾰθύνοος: συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που έχει βαθιά και μεστή σκέψη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύνοος: стяж. βαθύνους 2 Anth. = βαθυμῆτα.

Middle Liddell

of deep mind, Anth.