ἀλάλαγμα

Revision as of 11:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Call. Fr.310, Psalm.Solom.17.8, Plu.Mar.45.

German (Pape)

[Seite 88] τό, dasselbe, Callim. frg. 310; Plut. Lys. 45 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = τῷ ἑπομ., Καλλ. Ἀποσπ. 310, Πλουτ. Μάρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἀλαλαγή.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰλᾰ-]
1 grito de guerra o de victoria θεῷ τ' ἀλάλαγμα νόμαιον δοῦναι Call.Fr.719, πυκνὸν ἀ. Plu.Mar.45, ἀ. δέ ἐστιν ἐπινίκιος ᾠδή Sch.S.Ant.133.
2 grito orgiástico χορείης ἀλάλαγμα Nonn.D.20.304.

Greek Monolingual

το (Α ἀλάλαγμα) ἀλαλάζω
κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή.

Greek Monotonic

ἀλάλαγμα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάλαγμα: ατος τό Plut. = ἀλαλή.

Middle Liddell

[from ἀλαλάζω
I. = ἀλαλαγή, a shouting.
II. a loud noise, τυμπάνων, αὐλοῦ Eur.