ἀδέκαστος

Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, (δεκάζω)

   A unbribed, impartial, Arist.EN1109b8, Plu. Cim.10, Ael.NA17.16; διάνοια D.H.Th.34, etc. Adv. -τως, ἔχουσα φιλοσοφία Philostr.VA8.7.3, cf. Gal.11.417, Max.Tyr.6.6: Comp. -ότερον Luc.Hist.Conscr.47.

German (Pape)

[Seite 32] unbestochen, vom Richter (Tim. ὁ μὴ κρίσιν πιπράσκων), Arist. Eth. Nic. 2, 9, 6 u. Sp.; Luc. ἀδεκαστότερον ἐξηγεῖσθαι hist. scrib. 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδέκαστος: -ον, (δεκάζω) ἀδωροδόκητος, ἀπροσωπόληπτος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6, Διον. Ἁλ., κτλ. - Συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non corrompu, incorruptible, intègre.
Étymologie: ἀ, δεκάζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 incorruptible, insobornable de pers., Plu.Cim.10, fig. Ael.NA 17.16, διάνοια D.H.Th.34.7, cf. PMasp.89re.B5, 295.1.5 (biz.)
fig. imparcial οὐκ ἀδέκαστοι κρίνομεν (τὴν ἡδονήν) Arist.EN 1109b8
subst. τὸ ἀ. imparcialidad, integridad Men.Prot.9.1.58
compar. como adv. -ότερον Luc.Hist.Cons.47.
2 adv. -ως íntegra, imparcial, desinteresadamente ἀ. ἔχειν Philostr.VA 8.7, ποιεῖται ἀ. SEG 8.527.13 (Egipto I d.C.), ἀ. κρίνειν Gal.11.417, cf. Max.Tyr.35.6.

Greek Monotonic

ἀδέκαστος: -ον (δεκάζω), αυτός που δεν δωροδοκείται, σε Αριστ.· συγκρ. επίρρ. -ότερον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδέκαστος: досл. неподкупленный, неподкупный, перен. беспристрастный Arst., Plut., Luc.

Middle Liddell

δεκάζω
unbribed, Arist.:—comp. adv. -ότερον Luc.