μπρίκι

Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
το
δικάταρτο ιστιοφόρο, αλλ. πάρωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brig, συντμ. τ. του αγγλ. brigantine (βλ. μπριγαντίνο)].
(II)
το
1. μικρό μετάλλινο σκεύος με λαβή, το οποίο χρησιμεύει για την παρασκευή του καφέ και άλλων αφεψημάτων
2. φρ. «μπρίκια κολλάμε τώρα;» λέγεται για κάτι αυτονόητα εύκολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ibrik].