ονύχιον

Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι
2. η χηλή του χοίρου
3. πάθηση του κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού
4. φρ. «σκόρδων ὀνύχια» — οι σκελίδες τών σκόρδων.
(II)
ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, -υχος (II)]
είδος ημιπολύτιμου λίθου.