μάμμος
English (LSJ)
οἰκέτης, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μάμμος: «οἰκέτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
ο
μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μαμμή «μαία», με αλλαγή γένους. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
(II)
μάμμος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκέτης».