μακρηγορέω

Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A speak at great length, be long-winded, A.Th.1057, Hp.Nat.Puer.12, E.Hipp.704, Th.1.68, 2.36, Herod.2.60:—Pass., Porph.Chr.23.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορέω: ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· ὅπως ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ τρύχω Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler longuement.
Étymologie: μακρήγορος.

Greek Monotonic

μακρηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μακρηγορέω: говорить пространно, произносить длинные речи Aesch., Eur., Thuc. etc.

Middle Liddell

μακρηγορέω, fut. -ήσω
to speak at great length, Aesch., Eur., etc.