Ἀδώνια

Revision as of 11:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek (Liddell-Scott)

Ἀδώνια: τά, ὁ θρῆνος ὁ διὰ τὸν Ἄδωνιν τελούμενος κατ’ ἐνιαυτὸν ὑπὸ τῶν Ἑλληνίδων δεσποινῶν, Κρατῖν. ἐν «Βουκόλοις» 2, πρβλ. Ἄδωνις: - Ἐντεῦθεν Ἀδωνιάζουσαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος Ἀδωνιάζω = ἑορτάζω, τελῶ τὰ Ἀδώνια)· ἐπιγραφὴ τοῦ 15ου εἰδυλλ. τοῦ Θεοκρίτου.

Greek Monotonic

Ἀδώνια: τά, ο θρήνος για τον Άδωνι που τελούνταν ετησίως από Ελληνίδες έγγαμες ηλικιωμένες γυναίκες· απ' όπου Ἀδωνιάζουσαι, αἱ (όπως αν προερχόταν από το Ἀδωνιάζω· εορτάζω, τελώ τα Αδώνια), επιγραφή του 15ου ειδυλλίου του Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀδώνια: τά (sc. ἱερά) адонии, поминки по Адонису Arph.

Middle Liddell


the mourning for Adonis, celebrated yearly by Greek matrons: