ἀειθαλής

Revision as of 12:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A evergreen, AP7.195 (Mel.), 12.256 (Mel.); δένδρα Chor.p.87 B.: metaph., ever-blooming, Χάριτες Orph.H.60.5; νέος (of Γάμος personified) Men.Rh.p.404S.; τὸ ἀ. τῶν φύλλων Dsc.4.88.

German (Pape)

[Seite 39] immer grün, Mel. 2 (XII, 256); Nic. Ih. 564, u. a. sp. D. – Nic. Th. 538 hat auch ἀειθάλλουσα, was getrennt zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειθᾰλής: -ές, ὁ πάντοτε θάλλων, Ἀνθ. Π. 7. 195, 12. 256· μεταφ. ὁ ἀείποτε ζωηρός, ἀκμαῖος, Χάριτες, Ὀρφ. Ὕ. 60. 5· τὸ ἀειθαλές τῶν φύλλων, Διοσκ. 4. 88.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
toujours vert ; fig. toujours jeune.
Étymologie: ἀεί, θάλλω.

Spanish (DGE)

(ἀειθᾰλής) -ές

• Alolema(s): ἀϊθᾰλής [ᾱῐ-] Orph.H.8.13, lat. aitales Ps.Apul.Herb.124.11
I 1siempre verde, perenne, perennifolio, γήτειον AP 7.195 (Mel.), ἔρνος ἐλαίης AP 12.256 (Mel.), ὕλη Str.14.5.5, δένδρα Chor.Or.1.32, Gp.11.1
subst. τὸ ἀ. perennidad ἀείζῳον μέγα ... διὰ τὸ ἀ. τῶν φύλλων Dsc.4.88, στέφεται δ' ἐλαίᾳ διὰ τὸ ἀειθαλές Corn.ND 9.
2 fig. siempre floreciente, en la flor de la juventud Χάριτες Orph.H.60.5, Ζεύς Orph.H.8.13, νέος Men.Rh.404
en lit. crist. eternamente nuevo de las palabras de Cristo, Gr.Naz.M.35.733A
subst. τὸ ἀ. Clem.Al.Paed.1.12.98
perenne, eterno de un fuego siempre encendido IEphesos 1063.2 (II d.C.).
II bot. τὸ ἀ. siempreviva mayor, Sempervivum tectorum L. Cyran.4.23.1, 4.39.12, Ps.Apul.l.c.

Greek Monotonic

ἀειθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που είναι πάντοτε ανθηρός, συνέχεια ανθισμένος, ακμαίος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀειθᾰλής: 1) вечно цветущий, вечнозеленый (δάφνη Plut.; γήτειον Anth.);
2) неувядаемый, бессмертный (πνεῦμα Plut.).

Middle Liddell

θάλλω
ever-green, Anth.