ἀκροθινιάζομαι

Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A take the spoils, pick out for oneself, E.HF 476, cf. Dionys.Trag.1:—Act. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 83] als Bestes auserwählen, νύμφας Eur. Herc. F. 470; ἀπαρχάς Ath. IX, 401 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροθῑνιάζομαι: ἀποθ., λαμβάνω τὰ ἀκροθίνια, λαμβάνω τὸ κάλλιστον μέρος, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.

French (Bailly abrégé)

1 choisir comme prémices;
2 offrir comme prémices, sacrifier.
Étymologie: ἀκροθίνιον.

Spanish (DGE)

(ἀκροθῑνιάζομαι)
• Morfología: [tard. act., Hsch.]
tomar como botín escogido νύμφας E.HF 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1.

Greek Monolingual

ἀκροθινιάζομαι (Α) ἀκροθίνιον
διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι.

Greek Monotonic

ἀκροθῑνιάζομαι: αποθ. (ἀκροθίνια), παίρνω το καλύτερο μέρος, διαλέγω, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροθῑνιάζομαι: выбирать в качестве лучшего (τινα Eur.).

Middle Liddell

[ἀκροθίνια]
to take of the best, pick out for oneself, Eur.