ἀκροβελής

Revision as of 12:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A with point at end, AP6.62 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.

Spanish (DGE)

-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).

Greek Monolingual

ἀκροβελής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.

Greek Monotonic

ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβελής: остроконечный (δόνακες Anth.).

Middle Liddell

βέλος
with a point at the end, Anth.