περιτροχάω

Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

   A = περιτρέχω, AP7.338 : c.acc., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαί Call.Del.28 :—Med., Arat.815.

German (Pape)

[Seite 597] Nebenform von περιτρέχω, rings herumlaufen, c. acc., daher umschwärmen, schaarenweis umgeben, Ep. ad. 666 (VII, 338); Callim. Del. 38; auch med., Arat. 815.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάω: παράλληλος τύπος τοῦ περιτρέχω, Ἀνθ. Π. 7. 338· μετ’ αἰτ., πολέες σε περιτροχόωσιν ἀοιδαὶ Καλλ. εἰς Δῆλ. 28· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἄρατ. 815.

Greek Monotonic

περιτροχάω: ισοδύν. τύπος του περιτρέχω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

περιτροχάω: бегать вокруг (θῆρες περιτροχάουσι Anth.).

Middle Liddell

[collat. form of περιτρέχω, Anth.]