περισσῶς

Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

French (Bailly abrégé)

adv.
I. au delà de la mesure, supérieurement, à un plus haut degré;
II. p. suite
1 magnifiquement;
2 singulièrement;
Cp. περισσοτέρως, att. περιττοτέρως, περισσότερον.
Étymologie: περισσός.

English (Strong)

adverb from περισσός; superabundantly: exceedingly, out of measure, the more.

English (Thayer)

(περισσός, which see), adverb, beyond measure, extraordinarily (Euripides; equivalent to magnificently, Polybius, Athen.); equivalent to greatly, exceedingly: ἐκπλήσσεσθαι, κράζειν, G L T Tr WH in ἐμμαίνεσθαι, Acts 26:11.

Greek Monotonic

περισσῶς: επίρρ. βλ. περισσός Β.

Russian (Dvoretsky)

περισσῶς: атт. περιττῶς
1) чрезвычайно, необыкновенно, особенно (θεοσεβέες π. ἐόντες Her.): οὐδὲν περιττότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Plat. не делать ничего особенного по сравнению с другими; περιττότατα πάντων Arst. самое замечательное; π. ἔκραζον NT они громко закричали;
2) прекрасно, отлично: περιττότερον ὁρᾶν Luc. лучше видеть;
3) пышно, богато (θάψαι τινά Her.; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Polyb.).

Middle Liddell

[v. περισσός B.]