προσθροέω

Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A address, call by name, τινα A.Pr.595 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 766] anreden, τινά, Aesch. Prom. 598.

Greek (Liddell-Scott)

προσθροέω: προσφθέγγομαι, προσαγορεύω, τινα Αἰσχύλ. Πρ. 595.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
adresser la parole à, acc..
Étymologie: πρός, θροέω.

Greek Monotonic

προσθροέω: μέλ. -ήσω, απευθύνομαι, προσφωνώ, αποκαλώ με το όνομα, μιλώ σε κάποιον, τινά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προσθροέω: обращаться с речью (τινα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-θροέω aanspreken, met acc.

Middle Liddell

fut. ήσω
to address, call by a name, τινα Aesch.