ἀροτρεύς

Revision as of 13:14, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

έως, ὁ, = sq., Theoc.25.1,51, Bion Fr.9.8, etc.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, der Pflüger, Theocr. 25, 1; Arat. 1075; Anth. öfter, z. B. Mel. 111 (VII, 196); βοῦς ἀροτρεύς bei Dem. Mid. 53 im Orak. ist zw. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτρεύς: έως, ὁ, = τῷ ἐπ., Θεόκρ. 25, 1, 51, Βίων 4. 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀροτρεύω.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Prosodia: [ᾰ]
arador, labrador ὡραῖος ἀ. Arat.1075, de Heracles δῖος ἀ. Theoc.25.51, βοῶν ἐπίουρος ἀ. Theoc.25.1, cf. A.R.1.1172, Bio Fr.13.8, Nonn.D.1.107.

Greek Monolingual

ἀροτρεύς, ο (Α) αροτρεύω
αυτός που οργώνει.

Greek Monotonic

ἀροτρεύς: -έως, ὁ (ἄροτρον), γεωργός, ζευγολάτης, = το επόμ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀροτρεύς: έως ὁ Theocr., Anth. = ἀροτήρ.

Middle Liddell

ἄροτρον
a ploughman, = ἀροτρευτήρ, Theocr.