πρόσορμος

Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Str.14.3.8.

German (Pape)

[Seite 775] ὁ, Anlandungsplatz, Strab. XIV.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσορμος: ὁ, τόπος προσορμίσεως, ἀγκυροβολίας, Στράβ. 666· - προσορμιστήριον, τό, τόπος ἀγκυροβολίας, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπήνιον.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lieu pour aborder, mouillage.
Étymologie: πρός, ὅρμος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσορμιστήριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ-ορμος].

Greek Monotonic

πρόσορμος: ὁ, τόπος απόβασης, αραξοβόλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

πρόσ-ορμος, ὁ,
a landing-place, Strab.