διαφυσάω

Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A blow in different directions, disperse, μὴ . . ὁ ἄνεμος αὐτὴν (sc. τὴν ψυχὴν) διαφυσᾷ Pl.Phd.77d:—Pass., ib.8cd, 84b.    II blow or breathe through, Luc.Herm.68; ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950c (Pass.).    III inflate, fill with air, μήτραν Hp.Steril.228, cf. Gal. 1.605.

German (Pape)

[Seite 612] 1) zerblasen, verwehen; ὁ ἄνεμος τὴν ψυχήν Plat. Phaed. 77 d, u. pass. 80 d; herausblasen, pass., Plut. pr. frig. 13. – 2) durchblasen, durchwehen, Luc. Hermot. 68.

Greek (Liddell-Scott)

διαφῡσάω: φυσῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, μὴ… ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τήν ψυχὴν) διαφυσᾷ Πλάτ. Φαίδωνι· 77D. - Παθ., αὐτόθι 80D, 84Β. ΙΙ. φυσῶ διὰ μέσου, Λουκ. Ἑρμοτ. 68· ἐκ τοῦ στόματος Πλούτ. 2. 950Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 disperser d’un souffle en différentes directions;
2 souffler à travers.
Étymologie: διά, φυσάω.

Spanish (DGE)

1 dispersar soplando en todas direcciones μὴ ... ὁ ἄνεμος αὐτὴν (τὴν ψυχήν) ... διαφυσᾷ καὶ διασκεδάννυσιν Pl.Phd.77d, en v. pas. ἡ ψυχὴ ... εὐθὺς διαπεφύσηται καὶ ἀπόλωλεν Pl.Phd.80d, cf. 84b
echar soplando en v. pas. (τοὔλαιον) διαφυσώμενον ἐκ τοῦ στόματος Plu.2.950b.
2 soplar a través abs., de la brisa entre los juncos κἂν μικρά τις αὔρα διαφυσήσασα διασαλεύσῃ αὐτόν Luc.Herm.68
esp. para encerrar el aire llenar de aire, inflar τὴν μήτρην Hp.Steril.238, ταύτας (τὰς φλέβας) Gal.1.605, en v. pas. ἀγγεῖα διαφυσηθέντα Hero Spir.2.2, τὸ ὑποχόνδριον Gal.6.265, del feto τὸ διαφυσώμενον provisto con todos los órganos de la respiración Gal.4.633, τὴν ἀσκοῦ φύσιν ... διαφυσωμένην Basil.M.29.336A
fig. insuflar por parte de la divinidad σώματα c. el πνεῦμα Cels.Phil.6.78
fig. hinchar, envanecer ὅταν ἢ γένος ἢ παίδευσις ... τὰ χαυνότερα ἤθη διαφυσήσῃ Gr.Naz.Ep.249.19.
3 medic. distender ὅταν δὲ ἡ τῆς καρδίας θερμότης ... διαφυσήσῃ καὶ ἀνευρύνῃ (τὸν θώρακα) Gal.1.333.

Greek Monotonic

διαφῡσάω: μέλ. -ήσω,
I. φυσώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, διασκορπίζω, σε Πλάτ.
II. φυσώ, πνέω ανάμεσα σε, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαφῡσάω:
1) развеивать, разносить (ὑπὸ ἀνέμων διαφυσηθείς Plat.);
2) выдувать (ἐκ τοῦ στόματός τι Plut.);
3) обвевать, продувать (μικρά τις αὔρα διαφυσήσασα Luc.).

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to blow in different directions, disperse, Plat.
II. to blow through, Luc.