θεόκτιτος

Revision as of 13:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον, = foreg. 1, Sol.36.6;

   A γαῖα Epigr.Gr.223.5.

German (Pape)

[Seite 1196] dasselbe, Τροία Munat. ep. (IX, 103).

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτῐτος: -ον, = τῷ προηγ., Σόλων 35. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2892 - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 333.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
créé par la divinité.
Étymologie: θεός, *κτίω.

Greek Monotonic

θεόκτῐτος: -ον (κτίζω), ο δημιουργημένος από το Θεό, σε Σόλ.

Russian (Dvoretsky)

θεόκτῐτος: Anth. = θεόκτιστος.

Middle Liddell

θεό-κτῐτος, ον κτίζω
created by God, Solon.