τειχιόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A high-walled, of towns, Il.2.559,646.
German (Pape)
[Seite 1081] εσσα, εν, mit Mauern umgeben, geschützt, Beiwort fester Städte, wie Tiryns u. Gortyn, Il. 2, 559. 646.
Greek (Liddell-Scott)
τειχῐόεις: εσσα, εν, ὁ τετειχισμένος, ἐπὶ πόλεων, Ἰλ. Β. 559. 646.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
entouré de murs, de remparts.
Étymologie: τεῖχος.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: walled, well walled, well fortified, Il. 2.559 and 646.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
καλά οχυρωμένος («Τίρυνθα τειχιόεσσαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -όεις. Η μορφή του τ. τειχιόεις (αντί τειχόεις) οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
τειχῐόεις: -εσσα, -εν (τεῖχος), περιτειχισμένος με ψηλά τείχη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τειχιόεις: όεσσα, όεν обнесенный стенами, укрепленный (Τίρυνς Hom.).