δυσδιαίτητος

Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A hard to decide, Plu.Comp.Cim.Luc.3; λόγος Porph.Abst.2.1.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu entscheiden; κρίσις Plut. Cim. et Luc. 3; σκέψις Coriol. 35.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαίτητος: -ον, περὶ οὗ δύσκολον εἶναι νὰ ἀποφασίσῃ τις, κρίσις Πλούτ. Συγκρ. Κίμ. κ. Λουκ. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trancher, à décider.
Étymologie: δυσ-, διαιτάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decidir, de resolver τοῦτο Gal.4.485, ἡ κρίσις Plu.Comp.Cim.Luc.3, σκέψις Plu.Cor.35, λόγος Porph.Abst.2.1.

Greek Monolingual

δυσδιαίτητος, -ον (Α)
αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς.

Greek Monotonic

δυσδιαίτητος: -ον (διαιτάω), αυτός που είναι δύσκολο να αποφασιστεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιαίτητος: трудно разрешимый, трудный (κρίσις Plut.).

Middle Liddell

δυσ-διαίτητος, ον διαιτάω
hard to decide, Plut.