ἀπέχθημα

Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A object of hate,    ETr.425.

German (Pape)

[Seite 289] τό, Gegenstand des Hasses, Eur. Tr. 425.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέχθημα: -ατος, τό, πᾶν ὅ,τι μισεῖ τις, ἓν ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς Εὐρ. Τρῳ. 425.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: ἀπεχθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
objeto de odio κήρυκες, ... ἀ. ... βροτοῖς E.Tr.425.

Greek Monolingual

ἀπέχθημα, το (Α)
αντικείμενο μίσους ή αποστροφής.

Greek Monotonic

ἀπέχθημα: -ατος, τό (ἀπεχθάνομαι), αντικείμενο μίσους, ό,τι μισεί κάποιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέχθημα: ατος τό предмет ненависти Eur.

Middle Liddell

ἀπεχθάνομαι
an object of hate, Eur.