ἀμοχθεί

Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

or ἀμοχθ-ί [ῑ], Adv.

   A without toil, A.Pr.210, E.Ba.194.

German (Pape)

[Seite 128] ohne Mühe, Aesch. Prom. 208; Luc. Amor. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοχθεί: ἢ -θὶ [ῑ], ἐπίρρ., ἄνευ μόχθου ἢ κόπου, Αἰσχύλ. Πρ. 208, Εὐρ. Βάκχ. 194.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans peine.
Étymologie: ἄμοχθος.

Spanish (DGE)

uelἀμοχθί

• Prosodia: [ῑ]
adv. sin trabajo ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.

Greek Monolingual

ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) ἄμοχθος
δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα.

Greek Monotonic

ἀμοχθεί: ή -θί[ῑ], επίρρ. του ἄμοχθος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοχθεί: и ἀμοχθί adv. без усилий, без труда Aesch., Eur., Luc.

Middle Liddell

[adverb of ἄμοχθος, Aesch., Eur.]
without effort.