ἀντικηρύσσω

Revision as of 15:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A proclaim in answer to, οὐδὲν ἀντεκήρυξεν λόγοις E. Supp.673; in opposition to, τινί Lib.Decl.39.45.

German (Pape)

[Seite 253] dagegen ausrufen, einen Gegenbefehl geben, Eur. Suppl. 673 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικηρύσσω: ἀποκρίνομαι εἰς τὸ κήρυγμα κήρυκος δι’ ἄλλου κηρύγματος, κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ’ ἀντεκήρυξεν λόγοις Εὐρ. Ἱκ. 673· τὴν ἀληθινὴν γνῶσιν Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 3. 32.

French (Bailly abrégé)

faire publier une déclaration contraire.
Étymologie: ἀντί, κηρύσσω.

Spanish (DGE)

1 replicar con un heraldo, replicar oficialmente κοὐδὲν Κρέων τοῖσδ' ἀντεκήρυξεν λόγοις pero Creonte no envió heraldo alguno para replicar a estas palabras E.Supp.673, τοῖς ... προστιθεμένοις ἀντεκήρυξε Polyaen.8.23.27, πρεσβυτέρῳ Lib.Decl.39.45.
2 declarar públicamente contra Eus.DE 3.5 (p.122.32), cf. PE 4.1.5.

Greek Monolingual

ἀντικηρύσσω (AM)
κηρύσσω απαντώντας σε άλλο κήρυγμα.

Greek Monotonic

ἀντικηρύσσω: μέλ. -ξω, ανακηρύσσω ως απάντηση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικηρύσσω: атт. ἀντικηρύττω объявлять в ответ (οὐδὲν ἀντεκήρυξεν τοῖσδε λόγοις Eur.).

Middle Liddell

to proclaim in answer, Eur.