ἀμφικυκλόομαι

Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Pass.,

   A encircle, surround, ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο νῆσον A.Pers.458.—Act. in Agath.3.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικυκλόομαι: Μέσ. περικυκλῶ, ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο ... νῆσον (ἐν τμήσει) Αἰσχύλ. Πέρσ. 458. -Τὸ ἐνεργ. εὕρηται παρὰ Βυζ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
encercler, entourer.
Étymologie: ἀμφί, κυκλόομαι.

Spanish (DGE)

circundar, dar la vuelta ἀμφὶ δὲ κυκλοῦντο πᾶσαν νῆσον A.Pers.458, tard. v. act. mismo sent. τὸν περίβολον Agath.3.6.10.

Greek Monotonic

ἀμφικυκλόομαι: Παθ., περικυκλώνω, περιτριγυρίζω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικυκλόομαι: окружать (νῆσον Aesch. in tmesi).

Middle Liddell

to encircle, surround, Aesch.