Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιτριγυρίζω

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

ΝΜ
1. γυρίζω, περπατώ εδώ κι εκεί σε έναν χώρο
2. (για πλήθος ανθρώπων) περιβάλλω, περικυκλώνω κάποιον
νεοελλ.
1. περιφράζω
2. τριγυρίζω κάποιον για να επιτύχω κάτι («τήν περιτριγυρίζουν πολλοί γαμπροί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τριγυρίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρ. Βελεστενλή].