ἀμφίασμα

Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.

German (Pape)

[Seite 136] τό, = ἀμφίεσμα, L uc. equ. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφί.

Spanish (DGE)

-ματος, τό vestidura Ctes.13.12, Luc.Cyn.17, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμφίασμα, το (Α) ἀμφιάζω ένδυμα, ρούχο.

Greek Monotonic

ἀμφίασμα: -ατος, τό (ἀμφιάζω), ένδυμα, σε Κτησ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίασμα: ατος τό Plut., Luc. = ἀμφίεσμα.

Middle Liddell

ἀμφιάζω
a garment, Ctes., Luc.