ἀναπειστήριος

Revision as of 15:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

α, ον,

   A persuasive, χαύνωσις Ar.Nu.875.

German (Pape)

[Seite 201] überredend, fem. ἀναπειστηρία χαύνωσις Ar. Nubb. 865.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπειστήριος: -α, -ον, καταπειστικός, χαύνωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 875.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui emporte la conviction ; persuasif.
Étymologie: ἀναπείθω.

Spanish (DGE)

-α, -ον persuasivo χαύνωσις Ar.Nu.875.

Greek Monolingual

ἀναπειστήριος, -α, -ον (Α) ἀναπείθω
πειστικός.

Greek Monotonic

ἀναπειστήριος: -α, -ον (ἀναπείθω), πειστικός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπειστήριος: убедительный (χαύνωσις Arph.).

Middle Liddell

ἀναπείθω
persuasive, Ar.