ἀνελέγχω

Revision as of 16:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A convince, convict utterly, E.Ion1470.

German (Pape)

[Seite 221] von neuem erforschen, Eur. Ion. 1470.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελέγχω: μέλλ. -έγξω, ἐξελέγχω, παθ. ἐξελέγχομαι, φανερώνομαι ὡς πράξας ἄτοπόν τι, οἷον οἷον ἀνελέγχομαι Εὐρ. Ἴων. 1470.

French (Bailly abrégé)

accuser.
Étymologie: ἀνά, ἐλέγχω.

Greek Monolingual

ἀνελέγχω (Α)
1. εξετάζω, εξελέγχω
2. αποκαλύπτω κάποιο σφάλμα, αποδεικνύω ότι έγινε κάτι άτοπο.

Greek Monotonic

ἀνελέγχω: μέλ. -έγξω, πείθω ή καταδιώκω εντελώς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελέγχω: вновь уличать, обвинять Eur.

Middle Liddell


to convince or convict utterly, Eur.