εξελέγχω
Greek Monolingual
(AM ἐξελέγχω) ελέγχω
νεοελλ.
ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω
μσν.
μέσ. δικαιώνομαι
αρχ.
1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ' αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.)
2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ' ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.)
3. αποδεικνύω ότι κάποιος αγνοεί κάτι («ταῦτα αὐτὸν εἶναι σοφὸν ἅ ἄν ἄλλον ἐξελέγξω», Πλάτ.)
4. αποφασίζω μετά από δοκιμασία («ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος», Πίνδ.)
5. παθ. είμαι γνωστός για τα αισθήματα ή τη διαγωγή μου
6. ιατρ. βρίσκω τα άρρωστα σημεία
7. μετρώ, απαριθμώ («ἀλλά χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν», Πίνδ.)
8. απαιτώ.