ἀνοίμωκτος

Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A unmourned, unlamented, A.Ch.433,511.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίμωκτος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 433. 511: - Ἐπίρρ. ἀνοιμωκτὶ [ῑ], ἄνευ οἰμωγῆς, ὅθεν ἀτιμωρητί, Σοφ. Αἴ. 1227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non pleuré : τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου τύχης ESCHL honneur rendu à (ce) tombeau pour réparer l’omission de la plainte funèbre.
Étymologie: ἀ, οἰμώζω.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido llorado, ἀνήρ A.Ch.433, τύχη A.Ch.511.

Greek Monolingual

ἀνοίμωκτος, -ον (Α) οιμωκτός
αθρήνητος, άκλαυτος.

Greek Monotonic

ἀνοίμωκτος: -ον (ἀν- στερητικό οἰμώζω), ο μη θρηνηθείς, σε Αισχύλ.· επίρρ. ἀνοιμωκτί [ῑ], χωρίς οιμωγή, θρήνο, ατιμώρητα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοίμωκτος: неоплаканный Aesch.

Middle Liddell

privat.,., οἰμώζω
unlamented, Aesch.