ἀνήσσητος

Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Dor. ἀνήσσᾱτος, ον,

   A unconquered, Theoc.6.46.

German (Pape)

[Seite 230] unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσσητος: Δωρ. ἀνάσσᾱτος καὶ ἀνήσσατος, ον, ὁ μὴ ἡττηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἡττώμενος, ἀήττητος, ἀνήσσατοι δ’ ἐγίνοντο Θεόκρ. 6. 45· πρβλ. τὸ συνηθέστερον ἀήσσητος.

Greek Monolingual

ἀνήσσητος, -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)
αήττητος, ανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνήσσητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον = ἀήσσητος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήσσητος: дор. ἀνάσσᾱτος и ἀνήσσατος 2 непобежденный Theocr.

Middle Liddell

= ἀήσσητος, Theocr.]