ἀνήσσητος

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήσσητος Medium diacritics: ἀνήσσητος Low diacritics: ανήσσητος Capitals: ΑΝΗΣΣΗΤΟΣ
Transliteration A: anḗssētos Transliteration B: anēssētos Transliteration C: anissitos Beta Code: a)nh/sshtos

English (LSJ)

Dor. ἀνήσσατος, ον, unconquered, Theoc.6.46.

German (Pape)

[Seite 230] unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήσσητος: дор. ἀνάσσατος и ἀνήσσατος 2 непобежденный Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήσσητος: Δωρ. ἀνάσσᾱτος καὶ ἀνήσσατος, ον, ὁ μὴ ἡττηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἡττώμενος, ἀήττητος, ἀνήσσατοι δ’ ἐγίνοντο Θεόκρ. 6. 45· πρβλ. τὸ συνηθέστερον ἀήσσητος.

Greek Monolingual

ἀνήσσητος, -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)
αήττητος, ανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνήσσητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον = ἀήσσητος, σε Θεόκρ.