ἀπόξυρος

Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον, (ξυρόν]

   A cut sharp off, abrupt, sheer, πέτραι Luc.Rh.Pr.7, Prom.1, cf. Peripl.M.Rubr.40.

German (Pape)

[Seite 317] abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόσβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόξῠρος: -ον, (ξυρὸν) ἀπότομος, τραχύς, πέτραι Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 7, Προμηθ. 1˙ ἴδε ἐν λ. ἄποξυς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ras, nu.
Étymologie: ἀποξύρω.

Spanish (DGE)

-ον
abrupto, escarpado, cortado a pico (πέτρα) Luc.Rh.Pr.7
lleno de escollos βυθός Peripl.M.Rubri 40.

Greek Monolingual

ἀπόξυρος, -ον (Α)
απότομος, τραχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»].

Greek Monotonic

ἀπόξῠρος: -ον (ξυρόν), απότομος, τραχύς, απόκρημνος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόξυρος: (словно) срезанный, отвесный, крутой (πέτραι Luc.).

Middle Liddell

ξυρόν
cut sharp off, abrupt, Luc.