βοτρυόεις

Revision as of 19:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A full of grapes, clustering, οἰνάς Ion Eleg.1.4; κισσός AP9.363.12 (Mel.); πλοχμοί A.R.2.677; δένδρεα IG14.1389 ii 10.

German (Pape)

[Seite 455] εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυόεις: εσσα, εν, πλήρης βοτρύων, οἰνὰς Ἴων 1. 4 (Ἀθήν. 447D)· κισσὸς Ἀνθ. II. 9. 363· δένδρεα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 10.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 plein de grappes;
2 en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
lleno de uvas οἰνάς Io Eleg.1.4
cargado de racimos κισσός AP 9.363.12 (Mel.), ἄμωμον Androm.145, δένδρεα Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.69, cf. Nonn.Par.Eu.Io.15.4
lleno de viñedos Ἡράκλεια Q.S.6.473
fig. del pelo arracimado πλοχμοί A.R.2.677.

Greek Monolingual

βοτρυόεις, -εσσα, -εν (Α) βότρυς
ο γεμάτος σταφύλια.

Greek Monotonic

βοτρῠόεις: -εσσα, -εν (βότρυς), ο γεμάτος από σταφύλια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυόεις: όεσσα, όεν полный гроздьев (κισσός Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυόεις -εσσα -εν βότρυς vol druiven, vol bessen.