ἀπόγνοια

Revision as of 20:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ, (ἀπογιγνώσκω)

   A despair, τοῦ κρατεῖν Th.3.85.

German (Pape)

[Seite 298] ἡ, Verzweiflung, τοῦ κρατεῖν Thuc. 3, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγνοια: ἡ, (ἀπογιγνώσκω) ἀπόγνωσις, ἀπελπισμός, καὶ τὰ πλοῖα ἐμπρήσαντες, ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Θουκ. 3. 85.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désespoir.
Étymologie: ἀπογιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desconfianza, desesperación ὅπως ἀπόγνοια ᾖ τοῦ ἄλλο τι ἢ κρατεῖν τῆς γῆς Th.3.85.

Greek Monolingual

ἀπόγνοια, η (Α)
απόγνωση.

Greek Monotonic

ἀπόγνοιᾰ: ἡ, απόγνωση, απελπισία για κάτι, με γεν., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόγνοια: ἡ отсутствие надежды, безнадежность, отчаяние (τινος Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀπογιγνώσκω
despair of a thing, c. gen., Thuc.