ἀφιππάζομαι

Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

aor.

   A -ασάμην Hld.7.29, etc.:—ride off or away, Plb. 29.6.18, Str.7.2.1, J.AJ14.13.5, Plu.Aem.19, Luc.Tox.50.

German (Pape)

[Seite 412] davon reiten, aor. med., pol. 29, 6; Plut. Alex. 30; Luc. Tox. 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφιππάζομαι: ἀόρ. -ασάμην Ἡλιόδ. 7. 29. Ἀποθ. ― Ἀφιππεύω, ἀπέρχομαι ἔφιππος, Πολύβ. 29. 6, 16, Πλουτ. Αἰμίλ. 19.

French (Bailly abrégé)

f. ἀφιππάσομαι, ao. ἀφιππασάμην;
s’éloigner à cheval.
Étymologie: ἀπό, ἱππάζομαι.

Spanish (DGE)

irse a caballo c. rég. prep. εἰς πόλιν Plb.29.18.1, Plu.Aem.19, εἰς Σελεύκιαν I.AI 18.49, ἐς τὴν Σκυθίαν Luc.Tox.50, ἐπὶ τὰ Λοκρῶν ὄρη Hld.4.18.1, ὡς τὸν Ὀροονδάτην Hld.7.29.2, sin rég. φησὶ γὰρ τοὺς ἱππέας ... ἀφιππάσασθαι Str.7.2.1, ἐκεῖνοι γὰρ ἔμελλον ῥᾳδίως ἀφιππάζεσθαι Polyaen.6.38.9, cf. I.AI 14.345.

Greek Monolingual

ἀφιππάζομαι (Α) ιππάζομαι
φεύγω έφιππος.

Greek Monotonic

ἀφιππάζομαι: αποθ., απομακρύνομαι ή φεύγω έφιππος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφιππάζομαι: уезжать верхом (на лошади) Polyb., Plut., Luc.

Middle Liddell

Dep. to ride off or away, Plut.