ἱππάζομαι
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
English (LSJ)
Dor. fut. 3sg.
A ἱππασεῖται Dialex.6.4:—drive horses, drive a chariot, Ἀντίλοχ', ἀφραδέως ἱππάζεαι Il.23.426; later, ride, Hdt.4.114, Hp.Aër.17, Ar.Nu.15, etc.; ἱ. ἐφ' ἵππων Hdt.4.110; ἵππῳ X.Eq.10.1: metaph., ἁ ξυσμὰ ἐκ ποδὸς εἰς κεφαλὰν ἱππάζεται Sophr. 53:—rare in Act., ἱππάσαι πῶλον ap.Poll.1.182.
2 Pass., of the horse, to be ridden or driven, Pl.Ion540e; to be broken in for riding, X.Eq.3.1.
II c. acc. loci, ἱππάζεσθαι χώραν ride over a country, Plu.Cam.23; τὰς ὁδούς D.S.13.88.
German (Pape)
[Seite 1257] dep. med., Rosse lenken; bei Hom. vom Wagenführer, fahren, Il. 23, 426; bei den Folgdn reiten, Her. 4, 114; ἐπὶ ἵππου 110; Ar. Nubb. 14; ἵππον Plat. Ion 540 d; Sp.; – χώραν, durchreiten, Plut. Camill. 23; vgl. D. Sic. 13, 88. – Auch ἵππος ἱππαζόμενος, ein Pferd, das geritten wird, Xen. re equ. 3, 1. 11, 7. – Das act. führt Poll. 1, 182 an.
French (Bailly abrégé)
I. conduire un char;
II. postér. chevaucher :
1 aller à cheval : ἱππ. ἵππους PLAT, ἐφ' ἵππων HDT monter à cheval ; être monté en parlant d'un cheval;
2 parcourir à cheval (un pays, une route), acc..
Étymologie: ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππάζομαι:
1 управлять лошадьми, править колесницей (ἀφραδέως ἱ. Hom.);
2 ездить верхом (τοξεύειν καὶ ἱ. Her.; τριακοσίους σταδίους Plut.): ἱ. ἐπὶ ἵππων Her., ἵππῳ Xen. и ἵππους Plat. ездить верхом на лошадях;
3 объезжать (на лошади) (χώραν Plut.);
4 объезжать (лошадь): ἵππος ἱππαζόμενος Xen. объезженная лошадь.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάζομαι: μέλλ. -άσομαι· ἀποθ.: (ἵππος): - ἐλαύνω ἵππους, ὁδηγῶ ἅρμα, Ἀντίλοχος ἀφραδέως ἱππάζεαι Ἰλ. Ψ. 426· βραδύτερον, ἱππεύω Ἡρόδ. 4. 114, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291, Ἀριστοφ. Νεφ. 15· ἱππ. ἐφ’ ἵππων Ἡρόδ. 4. 110· ἵππῳ Ξεν. Ἱππ. 10, 1· ἵππους Πλάτ. Ἴων 540D, E· - σπάνιον ἐν τῷ ἐνεργ., ἱππάσαι ἐξ ἀγέλης πῶλον παρὰ Πολυδ. Α΄, 182. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἵππου, ἐλαύνομαι ἢ ἱππεύομαι, Πλάτ. Ἴων 540D· δαμάζομαι, τιθασεύομαι ὅπως ἱππεύωμαι εὐχερῶς, Ξεν. Ἱππ. 3. 1., 11, 7. ΙΙ. ἱππάζεσθαι χώραν, διέρχεσθαι χώραν τινὰ ἐφ’ ἵππου, Πλουτ. Κάμιλλ. 23. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.
English (Autenrieth)
drive one's horses, Il. 23.426†.
Greek Monolingual
ἱππάζομαι (Α) ίππος
1. οδηγώ ίππους, οδηγώ άρμα («Ἀντίλοχ' ἀφραδέως ἱππάζεαι», Ομ. Ιλ.)
2. ιππεύω («ἱππάζομαι ἐφ' ἵππων», Ηρόδ.)
3. (για ίππο) α) ιππεύομαι, οδηγούμαι β) δαμάζομαι, τιθασεύομαι
4. διέρχομαι από κάπου έφιππος («ἱππάζεσθαι χώραν», Πλούτ.)
5. (σπαν. ενεργ.) ἱππάζω
ιππεύω.
Greek Monotonic
ἱππάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ. (ἵππος)·
I. 1. οδηγώ άλογα, οδηγώ άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, ιππεύω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
2. Παθ., λέγεται για το άλογο, οδηγούμαι ή ιππεύομαι, σε Πλάτ., Ξεν.
II. ἱππάζεσθαι χώραν, διέρχομαι κάποια χώρα έφιππος, δηλ. πάνω σε άλογο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
1. to drive horses, drive a chariot, Il.: later, to ride, Hdt., Ar.
2. Pass., of the horse, to be ridden or driven, Plat.: to be broken in for riding, Xen.
II. ἱππάζεσθαι χώραν to ride over a country, Plut.